- Πυθίων
- Πύθιαthe Pythian gamesneut gen plΠῡθίων , Πύθιονtemple of the Pythian Apolloneut gen plΠύθιοςhis templefem gen plΠύθιοςhis templemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθικός — ή, ό / πυθικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια 2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
BRABEUTA — Graece Βραβεὺς, item Βραβευτὴς, Iudex dicebatur apud Graecos, qui in Ludis pubilicis, Sacris inprimis Agonibus, praesidebat: cuiusinodi munus olim maximi aestimabatur. Unde apud Persas, insos Reges praemia proposuisse cursus corumque omnium,… … Hofmann J. Lexicon universale
PITHAULES — apud Flav. Vopiscum in Carino, c. 19. Centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam pithaulas centum, pantomimos et gymnicos mille etc. Ubi Palatinus liber scriptum habet, Pythaulas, atque ita passim ac… … Hofmann J. Lexicon universale
PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… … Hofmann J. Lexicon universale
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
Αριστόνους ή Αριστόνοος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικελός από τη Γέλα (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πυστίλο, ίδρυσε τον Ακράγαντα. 2. Λαρισαίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πολυμήδη τον έστειλαν επικεφαλής θεσσαλικού στρατού για να ενισχύσει… … Dictionary of Greek
Εχεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (4ος αι. π.Χ.). Ανήκε στα τελευταία μέλη της Πυθαγόρειας σχολής. Αρχικά έδρασε στην Ιταλία και μετά στον Φλιούντα της Πελοποννήσου. Ήταν σύγχρονος του Ταραντίνου φιλόσοφου Αριστοξένη, ο οποίος ανήκε στην… … Dictionary of Greek
Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… … Dictionary of Greek